σιωπητικός

σιωπητικός
-ή, -όν, ΜΑ [σιωπῶ]
μσν.
ο σιωπηλός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ σιωπητικόν
τα δίδακτρα αρχαρίου σε μια μυστηριακή λατρεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”